Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „gekrönten“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

fönenπαλαιότ

fönen → föhnen

Βλέπε και: föhnen

föhnenΜΟ [ˈføːnən] ΡΉΜΑ μεταβ

krönen [ˈkrøːnən] ΡΉΜΑ μεταβ

2. krönen (abschließen):

3. krönen (Höhepunkt sein):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina