Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: fieberhaft , fieberig , fiedeln , fiebern και fiepen

fiepen [ˈfiːpən] ΡΉΜΑ αμετάβ

fiebern ΡΉΜΑ αμετάβ

2. fiebern (aufgeregt sein):

fiedeln ΡΉΜΑ tr, itr V χιουμ

violoner οικ

fieberig

fieberig → fiebrig

Βλέπε και: fiebrig

I . fiebrig ΕΠΊΘ

1. fiebrig ΙΑΤΡ:

fiévreux(-euse)

2. fiebrig (aufgeregt):

II . fiebrig ΕΠΊΡΡ

I . fieberhaft ΕΠΊΘ

2. fieberhaft ΙΑΤΡ:

II . fieberhaft ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina