Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: topless και fädeln

fädeln

fädeln → auffädeln, einfädeln

Βλέπε και: einfädeln , auffädeln

I . ein|fädeln ΡΉΜΑ μεταβ

2. einfädeln οικ (einleiten):

manigancer οικ

II . ein|fädeln ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

auf|fädeln ΡΉΜΑ μεταβ

topless [ˈtɔplɛs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina