Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „einkriegen“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

ein|kriegen ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

Παραδειγματικές φράσεις με einkriegen

sich [wieder] einkriegen
sich nicht mehr einkriegen können

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"einkriegen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina