Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Kupplung , ankuppeln και Ankurbelung

Kupplung <-, -en> ΟΥΣ θηλ

2. Kupplung (Anhängevorrichtung):

attelage αρσ

Ankurbelung <-, -en> ΟΥΣ θηλ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Die Ankupplung des Motors ist nur bei langsamer Fahrt geringfügig spürbar.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "ankupplung" σε άλλες γλώσσες

"ankupplung" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina