Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Altertum , Altertümer , Altertumswert και altertümlich

Altertümer ΟΥΣ Pl

Altertum <-s; χωρίς πλ> [ˈaltɐtuːm] ΟΥΣ ουδ

Altertumswert ΟΥΣ αρσ

ιδιωτισμοί:

Altertumswert haben χιουμ οικ
être une véritable antiquité χιουμ οικ

altertümlich [ˈaltɐtyːmlɪç] ΕΠΊΘ

1. altertümlich (altmodisch):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"altertümeln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina