Γερμανικά » Γαλλικά

Renke <-, -n> [ˈrɛŋkə] ΟΥΣ θηλ

Renke
lavaret αρσ

I . ein|renken ΡΉΜΑ μεταβ

2. einrenken οικ (in Ordnung bringen):

II . ein|renken ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Renke" σε άλλες γλώσσες

"Renke" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina