Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: gewahren , gewähren και Gewährung

gewahren* ΡΉΜΑ μεταβ λογοτεχνικό

I . gewähren* ΡΉΜΑ μεταβ

1. gewähren (einräumen):

2. gewähren (zuteilwerden lassen):

II . gewähren* ΡΉΜΑ αμετάβ τυπικ

Gewährung <-, σπάνιο -en> ΟΥΣ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina