Γερμανικά » Γαλλικά

Gefreite(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

I . freien [ˈfraɪən] ΡΉΜΑ μεταβ

freien απαρχ:

II . freien [ˈfraɪən] ΡΉΜΑ αμετάβ

freien απαρχ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina