Γερμανικά » Γαλλικά

Entlad <-[e]s, -e> ΟΥΣ αρσ CH

Entlad
déchargement αρσ

II . entladen* ανώμ ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

2. entladen ΗΛΕΚ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Entlad" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina