Γερμανικά » Γαλλικά

Betrunkene(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

betrinken* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα ανώμ

I . betrunken [bəˈtrʊŋkən] ΕΠΊΘ

II . betrunken [bəˈtrʊŋkən] ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina