Γερμανικά » Γαλλικά

Besoffene(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ αργκ

type αρσ bourré/nana θηλ bourrée οικ

besaufen* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα ανώμ αργκ

se souler (soûler) la gueule πολύ οικ!

besoffen [bəˈzɔfən] ΕΠΊΘ αργκ

bourré(e) οικ

ιδιωτισμοί:

ça va pas la tête ? οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Besoffene Besoffener" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina