Γερμανικά » Γαλλικά

Ansässige(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

habitant(e) αρσ (θηλ) du lieu

ansässig [ˈanzɛsɪç] ΕΠΊΘ τυπικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Ansässige Ansässiger" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina