Γερμανικά » Αγγλικά

I . schel·len [ˈʃɛlən] ΡΉΜΑ αμετάβ (klingeln)

II . schel·len [ˈʃɛlən] ΡΉΜΑ αμετάβ απρόσ ρήμα

Schel·len [ˈʃɛlən] ΟΥΣ πλ ΤΡΆΠ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文