Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „querlegen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

quer|le·gen ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

sich αιτ querlegen
sich αιτ querlegen
sich αιτ bei etw δοτ querlegen

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sich αιτ querlegen
sich αιτ bei etw δοτ querlegen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"querlegen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文