Γερμανικά » Αγγλικά

muck·sen [ˈmʊksn̩] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

sich αιτ mucksen
sich αιτ mucksen
sich αιτ nicht mucksen

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sich αιτ mucksen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"mucksen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文