Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „kreißt“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

krei·ßen [ˈkraisn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ ΙΑΤΡ

to be in labour [or αμερικ -or]

Βλέπε και: Berg

Berg <-[e]s, -e> [bɛrk] ΟΥΣ αρσ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

der Berg kreißt und gebiert eine Maus σπάνιο τυπικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文