Γερμανικά » Αγγλικά

I . hi·nein|zwän·gen ΡΉΜΑ μεταβ (in etw zwängen)

etw [in etw αιτ] hineinzwängen

II . hi·nein|zwän·gen ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα (sich in etw zwängen)

hi·nein|zwin·gen ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ (in etw zu gehen zwingen)

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sich αιτ [in etw αιτ] hineinzwängen
sich αιτ in ein Kleidungsstück hineinzwängen

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Durch dieses Hineinzwängen in den Gang und das stetige Ziehen der Käfer wird die Leiche mehr und mehr abgerundet.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "hineinzwängen" σε άλλες γλώσσες

"hineinzwängen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文