Γερμανικά » Αγγλικά

ge·rüt·telt ΕΠΊΘ

gerüttelt voll
gerüttelt voll
chock-a-block βρετ οικ

I . rüt·teln [ˈrʏtl̩n] ΡΉΜΑ μεταβ

jdn [an etw δοτ] rütteln

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

gerüttelt voll
ein gerüttelt Maß an [o. von] etw δοτ τυπικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "gerüttelt" σε άλλες γλώσσες

"gerüttelt" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文