Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: évangélique , angélique και liquider

liquider [likide] ΡΉΜΑ μεταβ

1. liquider ΕΜΠΌΡ:

2. liquider οικ (se débarrasser):

sich δοτ vom Hals schaffen οικ

3. liquider οικ (tuer):

angélique1 [ɑ͂ʒelik] ΕΠΊΘ ( diabolique)

évangélique [evɑ͂ʒelik] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina