Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: vigile , Virgile και servile

vigile [viʒil] ΟΥΣ αρσ θηλ

Wächter(in) αρσ (θηλ)
Wachmann αρσ
vigile ΙΣΤΟΡΊΑ
Wache θηλ

servile [sɛʀvil] ΕΠΊΘ

1. servile (obséquieux):

2. servile (trop fidèle à l'original):

3. servile postposé ΙΣΤΟΡΊΑ:

Fron[arbeit θηλ ] θηλ

Virgile [viʀʒil(ə)] ΟΥΣ αρσ

Vergil αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina