Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „torturer“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

I . torturer [tɔʀtyʀe] ΡΉΜΑ μεταβ

1. torturer (supplicier):

torturer (personne)
torturer (animal)

2. torturer (faire souffrir) douleur, doute, faim, jalousie, remords:

torturer

3. torturer (déformer):

II . torturer [tɔʀtyʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με torturer

se torturer

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "torturer" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina