Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: astreindre , strident και astreinte

astreinte [astʀɛ͂t] ΟΥΣ θηλ

1. astreinte:

Zwang αρσ

2. astreinte ΝΟΜ:

Zwangsgeld ουδ

3. astreinte ΟΙΚΟΝ:

strident(e) [stʀidɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

II . astreindre [astʀɛ͂dʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina