Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „sexuelle“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

sexuel(le) [sɛksɥɛl] ΕΠΊΘ

1. sexuel (relatif à la sexualité):

Sexual-
Sex- οικ
relation sexuelle

2. sexuel (relatif au sexe):

Geschlechts-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "sexuelle" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina