Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „s'amollissent“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

II . amollir [amɔliʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα s'amollir

1. amollir (devenir mou):

2. amollir (faiblir):

ses jambes s'amollissent

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
L'excès d'eau provoque le pourrissement des racines, tandis que les feuilles brunissent et s'amollissent.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina