Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „s'amincir“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

II . amincir [amɛ͂siʀ] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

III . amincir [amɛ͂siʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
La coquille, en prenant de l'expansion, va s'amincir et diminuer en densité.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina