Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: potentille , potentiel και potentialité

potentiel [pɔtɑ͂sjɛl] ΟΥΣ αρσ

2. potentiel ΓΛΩΣΣ:

Potentialis αρσ ειδικ ορολ

potentialité [pɔtɑ͂sjalite] ΟΥΣ θηλ

potentille θηλ ΒΟΤ
Fingerkraut ουδ
potentille (potentilla erecta) θηλ ΒΟΤ
Blutwurz θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina