Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: persuader , persuasif και persuasion

II . persuader [pɛʀsɥade] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

persuasif (-ive) [pɛʀsɥazif, -iv] ΕΠΊΘ

persuasion [pɛʀsɥazjɔ͂] ΟΥΣ θηλ

2. persuasion (conviction):

Überzeugung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina