Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „pâmât“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

pâmer [pɑme] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

2. pâmer απαρχ (s'évanouir):

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Leur intrigue s’achève par une union charnelle : elle se pâme quand il la touche et qu’il lui conte fleurette.
fr.wikipedia.org
Ils se pâmaient l'un contre l'autre.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina