Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: mendicité , mendier , mendigot και mendiant

mendicité [mɑ͂disite] ΟΥΣ θηλ

1. mendicité (action):

Betteln ουδ

2. mendicité (condition):

mendigot(e) [mɑ͂digo, ɔt] ΟΥΣ αρσ(θηλ) οικ

Bettler(in) αρσ (θηλ)

I . mendier [mɑ͂dje] ΡΉΜΑ αμετάβ

II . mendier [mɑ͂dje] ΡΉΜΑ μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina