Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: sustenter , enfanter , enferrer , lustrer , sustentation και ustensile

sustenter [systɑ͂te] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα χιουμ

ustensile [ystɑ͂sil] ΟΥΣ αρσ

sustentation [systɑ͂tasjɔ͂] ΟΥΣ θηλ

lustrer [lystʀe] ΡΉΜΑ μεταβ

2. lustrer (user):

I . enfanter [ɑ͂fɑ͂te] ΡΉΜΑ αμετάβ λογοτεχνικό

II . enfanter [ɑ͂fɑ͂te] ΡΉΜΑ μεταβ λογοτεχνικό

1. enfanter (accoucher):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina