Γαλλικά » Γερμανικά

impuissant [ɛ͂pɥisɑ͂] ΟΥΣ αρσ

Impotente(r) αρσ

impuissant(e) [ɛ͂pɥisɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

2. impuissant (sexuellement):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina