Γαλλικά » Γερμανικά

guadeloupéen(ne) [gwadlupeɛ͂, ɛn] ΕΠΊΘ

guadeloupéen(ne)

Guadeloupéen(ne) [gwadlupeɛ͂, ɛn] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

Guadeloupéen(ne)
Einwohner(in) αρσ (θηλ) von Guadeloupe

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
De plus, un jeune Guadeloupéen sur deux est sans emploi.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Αναζητήστε "guadeloupéen" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina