Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: enticher , entacher , centriste , centrisme και entrisme

enticher [ɑ͂tiʃe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. enticher (s'engouer):

in etw αιτ vernarrt sein

2. enticher (s'amouracher):

centrisme [sɑ͂tʀism] ΟΥΣ αρσ

II . centriste [sɑ͂tʀist] ΟΥΣ αρσ θηλ

Abgeordnete(r) θηλ(αρσ) der Mitte
entrisme αρσ ΠΟΛΙΤ
Entrismus αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina