Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: esthéticien , esthétisme και esthétique

esthéticien(ne) [ɛstetisjɛ͂, jɛn] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

Kosmetiker(in) αρσ (θηλ)

I . esthétique [ɛstetik] ΕΠΊΘ

1. esthétique (beau):

II . esthétique [ɛstetik] ΟΥΣ θηλ

1. esthétique (beauté):

Schönheit θηλ
Ästhetik θηλ

2. esthétique (théorie):

Ästhetik θηλ

ιδιωτισμοί:

esthétisme [ɛstetism] ΟΥΣ αρσ

1. esthétisme (école):

Ästhetik θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina