Γαλλικά » Γερμανικά

enroué(e) [ɑ͂ʀwe] ΕΠΊΘ

I . enrouer [ɑ͂ʀwe] ΡΉΜΑ μεταβ

II . enrouer [ɑ͂ʀwe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "enrouée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina