Γαλλικά » Γερμανικά

I . converti(e) [kɔ͂vɛʀti] ΕΠΊΘ

converti(e)
converti(e) à qc

II . converti(e) [kɔ͂vɛʀti] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

converti(e)
Konvertit(in) αρσ (θηλ)

ιδιωτισμοί:

prêcher un converti

Παραδειγματικές φράσεις με converti

prêcher un converti

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "converti" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina