Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: carburateur , carburation , carburer , carbure και carburant

carburer [kaʀbyʀe] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. carburer (effectuer la carburation) moteur:

2. carburer οικ (aller):

es läuft οικ

3. carburer οικ (travailler):

schuften οικ
es wird geschuftet οικ

carburation [kaʀbyʀasjɔ͂] ΟΥΣ θηλ

carburateur [kaʀbyʀatœʀ] ΟΥΣ αρσ

carburant [kaʀbyʀɑ͂] ΟΥΣ αρσ

carbure [kaʀbyʀ] ΟΥΣ αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina