Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: échelonner και ballonner

I . échelonner [eʃ(ə)lɔne] ΡΉΜΑ μεταβ

3. échelonner (disposer à intervalles réguliers):

II . échelonner [eʃ(ə)lɔne] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina