Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „s'échelonner“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

I . échelonner [eʃ(ə)lɔne] ΡΉΜΑ μεταβ

3. échelonner (disposer à intervalles réguliers):

II . échelonner [eʃ(ə)lɔne] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με s'échelonner

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Les mises en service vont s'échelonner de 1964 à 1967.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina