Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: spatuler , spéculer και inoculer

spéculer [spekyle] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. spéculer ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΕΜΠΌΡ:

2. spéculer (compter sur):

auf etw αιτ spekulieren οικ

3. spéculer λογοτεχνικό (méditer):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina