Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: réembaucher και embaucher

I . embaucher [ɑ͂boʃe] ΡΉΜΑ μεταβ

2. embaucher οικ (entraîner à):

II . embaucher [ɑ͂boʃe] ΡΉΜΑ αμετάβ

réembaucher [ʀeɑ͂boʃe] ΡΉΜΑ μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina