Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: collègue , collégiale , collégial και collégien

collégien(ne) [kɔleʒjɛ͂, jɛn] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

1. collégien (élève):

Schüler(in) αρσ (θηλ) der Sekundarstufe I

2. collégien (jeune sans expérience):

Grünschnabel αρσ

collégial(e) <-aux> [kɔleʒjal, o] ΕΠΊΘ

collègue [kɔ(l)lɛg] ΟΥΣ αρσ θηλ

Kollege αρσ /Kollegin θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina