Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: incruster , fiscaliser και fiscaliste

fiscaliser [fiskalize] ΡΉΜΑ μεταβ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

I . incruster [ɛ͂kʀyste] ΡΉΜΑ μεταβ

2. incruster (entartrer):

II . incruster [ɛ͂kʀyste] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. incruster οικ (s'installer):

2. incruster (adhérer fortement):

3. incruster (se couvrir d'un dépôt):

fiscaliste (spécialiste du droit fiscal) αρσ θηλ ΦΟΡΟΛ
Steuerexperte (-expertin) αρσ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina