Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: feutrage , feutrer και feutre

feutre [føtʀ] ΟΥΣ αρσ

1. feutre (étoffe):

Filz αρσ

2. feutre (stylo):

Filzstift αρσ

3. feutre (chapeau):

Filzhut αρσ

feutrer [føtʀe] ΡΉΜΑ αμετάβ, αυτοπ ρήμα

feutrage [føtʀaʒ] ΟΥΣ αρσ

1. feutrage ΤΕΧΝΟΛ:

Filzen ουδ

2. feutrage (s'abîmer):

Verfilzen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina