s'aguerrir στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

s'aguerrir στο λεξικό PONS

s'aguerrir Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

s'aguerrir au [ou contre le] froid
Αμερικανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Il fallait s'aguerrir contre ce péril toujours suspendu.
fr.wikipedia.org
Arrivé sur le circuit mondial lors de la saison 2007-2008, il met deux saisons pour s'aguerrir.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski