Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: propel , gospel και compel

com·pel <-ll-> [kəmˈpel] ΡΉΜΑ μεταβ to compel sb to do sth

gos·pel [ˈgɒspəl] ΟΥΣ

1. gospel (New Testament):

evangelij αρσ

3. gospel no πλ (music):

gospel αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina