Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: toil , potential και potboiler

I . toil [tɔɪl] ΟΥΣ no πλ

II . toil [tɔɪl] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. toil (work hard):

2. toil (go with difficulty):

ˈpot·boil·er ΟΥΣ μειωτ

I . po·ten·tial [pə(ʊ)ˈten(t)ʃəl] ΕΠΊΘ

II . po·ten·tial [pə(ʊ)ˈten(t)ʃəl] ΟΥΣ no πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina