Αγγλικά » Σλοβενικά

pissed [pɪst] ΕΠΊΘ πολύ οικ!

1. pissed:

pissed βρετ αυστραλ
to be pissed out of one's head

2. pissed αμερικ:

pissed

I . piss [pɪs] πολύ οικ! ΟΥΣ no πλ vulg

II . piss [pɪs] πολύ οικ! ΡΉΜΑ αμετάβ

1. piss vulg (urinate):

scati [στιγμ poscati]

2. piss απρόσ ρήμα αργκ (rain):

piss βρετ αυστραλ

III . piss [pɪs] πολύ οικ! ΡΉΜΑ μεταβ to piss oneself

I . piss about, piss around βρετ αυστραλ ΡΉΜΑ αμετάβ πολύ οικ!

II . piss about, piss around βρετ αυστραλ ΡΉΜΑ μεταβ πολύ οικ! to piss sb about

ˈpiss-up ΟΥΣ βρετ αυστραλ πολύ οικ!

Παραδειγματικές φράσεις με pissed

to be pissed out of one's head

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina