Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: propel , proper , ropey και grope

I . grope [grəʊp] ΟΥΣ οικ

II . grope [grəʊp] ΡΉΜΑ αμετάβ to grope for sth

III . grope [grəʊp] ΡΉΜΑ μεταβ

1. grope (search):

2. grope οικ:

ropey ΕΠΊΘ, ropy [ˈrəʊpi] ΕΠΊΘ

1. ropey (rope-like):

2. ropey μειωτ οικ (ill):

ropey βρετ αυστραλ
ropey βρετ αυστραλ

I . prop·er [ˈprɒpəʳ] ΕΠΊΘ

3. proper (socially respectable):

4. proper βρετ οικ (total):

II . prop·er [ˈprɒpəʳ] ΕΠΊΡΡ βρετ οικ

2. proper usu χιουμ (genteelly):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Αγγλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina